υπόβαση

υπόβαση
η / ὑπόβασις, -άσεως, ΝΜΑ [ὑποβαίνω]
νεοελλ.
η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή
μσν.
αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.)
μσν.-αρχ.
1. η κίνηση προς τα πίσω ή προς τα κάτω, χαμήλωμα («ἔπειθ΄ ὑπόβασιν λαμβάνειν κατ' ὀλίγον», Στράβ.)
2. μτφ. παρακμή, επιδείνωση
3. κατώτερη θέση, κατωτερότητα («δυνάμεων οὐρανίων ὑποβάσεις καὶ ὑπερθέσεις», Γρηγ. Ναζ.)
4. φρ. «καθ' ὑπόβασιν»
i) σε διαδοχική βαθμολογική κατάταξη (Κλήμ. Αλ.)
ii) κατεβαίνοντας, προς τα κάτω σε μια σειρά
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο, κρηπίδα («τρίποδα τὴν ὑπόβασιν ἔχοντες τρίποδες ὠνομάζοντο», Αθήν.)
2. το λύγισμα τών ποδιών τού αλόγου όταν ετοιμάζεται να δεχθεί τον αναβάτη («γοργοτέραν τε καὶ ἰσχυροτέραν ἕξει τὴν ὑπόβασιν», Ξεν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐνδότατος χιτών, τὸ περίζωμα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποβάσῃ — ὑποβάσηι , ὑπόβασις going down fem dat sg (epic) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under aor subj act 3rd sg (doric) ὑποβά̱σῃ , ὑποβαίνω stand under fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπόβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”